- πυραυλοκίνητος
- -η, -οαυτός που κινείται με πύραυλο. Ουσ. πυραυλοκίνηση, η.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πυραυλοκίνητος — η, ο, Ν αυτός που κινείται με τη βοήθεια πυραύλων («πυραυλοκίνητο διαστημικό όχημα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πύραυλος + κινητός (< κινώ), πρβλ. μηχανο κίνητος] … Dictionary of Greek